- συνδαύλιση
- [-ις (-εως)] η , συνδαύλισμα τό , συνδαύλισμός ο1) перемешивание углей, дров; 2) перен. разжигание; раздувание; возбуждение; обострение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συνδαύλιση — η, Ν 1. η ενέργεια τού συνδαυλίζω, ανασκάλισμα τής φωτιάς προκειμένου να αναζωπυρωθεί 2. μτφ. αναμόχλευση, αναζωπύρωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω. Η λ., στον λόγιο τ. συνδαύλισις, μαρτυρείται από το 1857 στον Σ. Α. Κουμανούδη] … Dictionary of Greek
συνδαυλισμός — ο, Ν [συνδαυλίζω] συνδαύλιση … Dictionary of Greek
συνδαυλιστήριο — το, Ν όργανο με το οποίο γίνεται συνδαύλιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνδαυλίζω + επίθημα τήριο (πρβλ. σκαλισ τήρι[ο])] … Dictionary of Greek
συνδαύλισμα — και συνταύλισμα, το, Ν [συνδαυλίζω] συνδαύλιση … Dictionary of Greek